ήλιο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: He
  • Ατομικός αριθμός : 2
  • Προηγούμενο = H
  • Επόμενο = Li

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία 1

ήλιο < ήλιον με προσαρμογή στη δημοτική

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ήλιο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ήλιο τα ήλια
      γενική του ηλίου
& ήλιου
των ηλίων
    αιτιατική το ήλιο τα ήλια
     κλητική ήλιο ήλια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ήλιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. (χημεία) χημικό στοιχείο, που ανήκει στα ευγενή αέρια, με ατομικό αριθμό 2 και χημικό σύμβολο το He
  2. αδρανές, μονοατομικό αέριο, χωρίς χρώμα, γεύση και οσμή. Στην ατμόσφαιρα βρίσκεται ελεύθερο σε μικρές ποσότητες και αντικαθιστά άλλα εύφλεκτα αέρια (π.χ. το υδρογόνο) στα αερόστατα ή σε άλλα μείγματα (π.χ. στις συσκευές καταδύσεων)

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

ήλιο: κλιτικός τύπος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.ʎo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ήλιο

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ήλιο αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.