ανατέλλω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανατέλλω < αρχαία ελληνική ἀνατέλλω

Ρήμα

ανατέλλω, παρατ. ανέτελλα, μέλλ. στ. θα ανατείλω αορ. ανέτειλα μτχ εν. ανατέλλοντας και ανατέλλων μτχ. αορ. ανατείλας

  1. ξεπροβάλλω από τον ορίζοντα, αναδύομαι
    ανατέλλει ο Ήλιος.
    στὴν πρώτη ἀχτίδα τοῦ ζεστοῦ τοῦ ἥλιου ὅπ᾿ ἀνατέλλει (Κ. Κρυστάλλης, 1890, "Ο Τρύγος")
  2. (μεταφορικά) αναδύομαι στην επιφάνεια και φέρνω αισιοδοξία
    ανέτειλε ένας νέος κόσμος, νέα ελπίδα, ένα χαμόγελο στο πρόσωπο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.