δυτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυτικός η δυτική το δυτικό
      γενική του δυτικού της δυτικής του δυτικού
    αιτιατική τον δυτικό τη δυτική το δυτικό
     κλητική δυτικέ δυτική δυτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυτικοί οι δυτικές τα δυτικά
      γενική των δυτικών των δυτικών των δυτικών
    αιτιατική τους δυτικούς τις δυτικές τα δυτικά
     κλητική δυτικοί δυτικές δυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

δυτικός, -ή, -ό

  1. που βρίσκεται προς τη δύση
    η Δυτική Ελλάδα
  2. που προέρχεται από τη δύση
    δυτικός άνεμος (πνέει από τη δύση)
  3. που κατευθύνεται προς τη δύση ή είναι στραμμένος προς αυτήν (πχ αν πρόκειται για πλευρά κτηρίου)
  4. που αναφέρεται στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, τους λαούς που κατοικούν εκεί, τον πολιτισμό τους, το πολιτικό - κοινωνικό - οικονομικό τους σύστημα κλπ
  5. που αναφέρεται στην Καθολική Εκκλησία (σε αντίθεση με την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δυτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

δυτικός

  1. που μπορεί να καταδυθεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.