ξεπέφτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεπέφτω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεπέφτω < αρχαία ελληνική ἐκπίπτω Μορφολογικά, ξε- + πέφτω
Προφορά
- ΔΦΑ : /kseˈpe.fto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐πέ‐φτω
Ρήμα
ξεπέφτω, αόρ.: ξέπεσα, μτχ.π.π.: ξεπεσμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- υποβιβάζομαι κοινωνικά, χάνω το κύρος, την υψηλή κοινωνική θέση και τον πλούτο που είχα κάποτε
- χρησιμοποιώ αναξιοπρεπή, ποταπά ή αθέμιτα μέσα που υποβιβάζουν την προσωπικότητά μου
- καταλήγω τυχαία σε ένα μέρος μετά από περιπλάνηση
Συγγενικά
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Πηγές
- ξεπέφτω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.