ξεπέφτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεπέφτω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεπέφτω < αρχαία ελληνική ἐκπίπτω Μορφολογικά, ξε- + πέφτω

Προφορά

ΔΦΑ : /kseˈpe.fto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξεπέφτω

Ρήμα

ξεπέφτω, αόρ.: ξέπεσα, μτχ.π.π.: ξεπεσμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. υποβιβάζομαι κοινωνικά, χάνω το κύρος, την υψηλή κοινωνική θέση και τον πλούτο που είχα κάποτε
  2. χρησιμοποιώ αναξιοπρεπή, ποταπά ή αθέμιτα μέσα που υποβιβάζουν την προσωπικότητά μου
  3. καταλήγω τυχαία σε ένα μέρος μετά από περιπλάνηση

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ξεπέφτω < αρχαία ελληνική ἐκπίπτω (ξε- < ἐκ, πέφτω < πίπτω)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.