γέρνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γέρνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γέρνω < γείρω < αρχαία ελληνική ἐγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʝeɾ.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γέρνω
τονικό παρώνυμο: γερνώ

Ρήμα

γέρνω, πρτ.: έγερνα, στ.μέλλ.: θα γείρω, αόρ.: έγειρα, μτχ.π.π.: γερμένος

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι να αποκτήσει κλίση, να αποκλίνει από τον κατακόρυφο άξονα
  2. (αμετάβατο) αποκτώ μια κλίση, κλίνω προς μια πλευρά, αποκλίνω από τον κατακόρυφο άξονα
  3. (αμετάβατο) σκύβω
  4. (αμετάβατο) ξαπλώνω
      Νιώθω άσχημα, λέω να πάω να γείρω. (Δημήτρης Κολλάτος, Οι ελιές)
  5. (αμετάβατο) (για ουράνια σώματα) οδεύω προς τη δύση, δύω
  6. (αμετάβατο) (μεταφορικά) τείνω να συμφωνήσω με μία από δύο ή περισσότερες απόψεις

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.