αναδύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναδύομαι < αρχαία ελληνική ἀναδύομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /a.naˈði.o.me/

Ρήμα

αναδύομαι (αποθετικό ρήμα), μετοχή ενεστώτα: αναδυόμενος

  1. ξεπροβάλλω από το βυθό της θάλασσας, λίμνης στην επιφάνειά της
     αντώνυμα: καταδύομαι
  2. ξεπροβάλλω από το υπέδαφος στην επιφάνεια της γης
  3. ξεπροβάλλω μέσα από κάτι που με έκρυβε και γίνομαι αντιληπτός
  4. (μεταφορικά) βγαίνω από την αφάνεια, μέσα από πολλές δυσκολίες και γίνομαι δυνατός και σημαντικός

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.