αναδύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναδύομαι < αρχαία ελληνική ἀναδύομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.naˈði.o.me/
Ρήμα
αναδύομαι (αποθετικό ρήμα), μετοχή ενεστώτα: αναδυόμενος
- ξεπροβάλλω από το βυθό της θάλασσας, λίμνης στην επιφάνειά της
- ξεπροβάλλω από το υπέδαφος στην επιφάνεια της γης
- ξεπροβάλλω μέσα από κάτι που με έκρυβε και γίνομαι αντιληπτός
- (μεταφορικά) βγαίνω από την αφάνεια, μέσα από πολλές δυσκολίες και γίνομαι δυνατός και σημαντικός
Συγγενικά
- αναδυόμενος
- ανάδυση
- δύτης
- καταδύομαι
- κατάδυση
- και → δείτε τη λέξη δύω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναδύομαι | αναδυόμουν(α) | θα αναδύομαι | να αναδύομαι | αναδυόμενος | |
| β' ενικ. | αναδύεσαι | αναδυόσουν(α) | θα αναδύεσαι | να αναδύεσαι | (αναδύου) | |
| γ' ενικ. | αναδύεται | αναδυόταν(ε) | θα αναδύεται | να αναδύεται | ||
| α' πληθ. | αναδυόμαστε | αναδυόμαστε αναδυόμασταν |
θα αναδυόμαστε | να αναδυόμαστε | ||
| β' πληθ. | αναδύεστε | αναδυόσαστε αναδυόσασταν |
θα αναδύεστε | να αναδύεστε | (αναδύεστε) | |
| γ' πληθ. | αναδύονται | αναδύονταν αναδυόντουσαν |
θα αναδύονται | να αναδύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναδύθηκα | θα αναδυθώ | να αναδυθώ | αναδυθεί | ||
| β' ενικ. | αναδύθηκες | θα αναδυθείς | να αναδυθείς | αναδύσου | ||
| γ' ενικ. | αναδύθηκε | θα αναδυθεί | να αναδυθεί | |||
| α' πληθ. | αναδυθήκαμε | θα αναδυθούμε | να αναδυθούμε | |||
| β' πληθ. | αναδυθήκατε | θα αναδυθείτε | να αναδυθείτε | αναδυθείτε | ||
| γ' πληθ. | αναδύθηκαν αναδυθήκαν(ε) |
θα αναδυθούν(ε) | να αναδυθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αναδυθεί | είχα αναδυθεί | θα έχω αναδυθεί | να έχω αναδυθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις αναδυθεί | είχες αναδυθεί | θα έχεις αναδυθεί | να έχεις αναδυθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αναδυθεί | είχε αναδυθεί | θα έχει αναδυθεί | να έχει αναδυθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναδυθεί | είχαμε αναδυθεί | θα έχουμε αναδυθεί | να έχουμε αναδυθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αναδυθεί | είχατε αναδυθεί | θα έχετε αναδυθεί | να έχετε αναδυθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναδυθεί | είχαν αναδυθεί | θα έχουν αναδυθεί | να έχουν αναδυθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.