δύση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δύση | οι | δύσεις |
| γενική | της | δύσης* | των | δύσεων |
| αιτιατική | τη | δύση | τις | δύσεις |
| κλητική | δύση | δύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, δύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δύση < αρχαία ελληνική δύσις
Ουσιαστικό
δύση θηλυκό
- η κάθοδος του Ήλιου κάτω από τον ορίζοντα
- το γεωγραφικό σημείο όπου συμβαίνει αυτό
- το χρονικό σημείο όπου συμβαίνει αυτό
- (μεταφορικά) τα τελευταία στάδια ή η παρακμή μιας οντότητας
Συγγενικά
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
δύση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.