καταδύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταδύομαι < αρχαία ελληνική καταδύομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.taˈði.o.me/

Ρήμα

καταδύομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. βυθίζομαι στο νερό και κινούμαι προς τον βυθό
    το υποβρύχιο καταδύεται και αναδύεται
     αντώνυμα: αναδύομαι
    1. (αθλητισμός) βουτάω στο νερό με υπολογισμένες κινήσεις, κάνω κατάδυση

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

καταδύομαι
  • α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική μέσου ενεστώτα του ρήματος καταδύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.