καταδύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταδύομαι < αρχαία ελληνική καταδύομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.taˈði.o.me/
Ρήμα
καταδύομαι (αποθετικό ρήμα)
Συγγενικά
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταδύομαι | καταδυόμουν(α) | θα καταδύομαι | να καταδύομαι | καταδυόμενος | |
| β' ενικ. | καταδύεσαι | καταδυόσουν(α) | θα καταδύεσαι | να καταδύεσαι | (καταδύου) | |
| γ' ενικ. | καταδύεται | καταδυόταν(ε) | θα καταδύεται | να καταδύεται | ||
| α' πληθ. | καταδυόμαστε | καταδυόμαστε καταδυόμασταν |
θα καταδυόμαστε | να καταδυόμαστε | ||
| β' πληθ. | καταδύεστε | καταδυόσαστε καταδυόσασταν |
θα καταδύεστε | να καταδύεστε | (καταδύεστε) | |
| γ' πληθ. | καταδύονται | καταδύονταν καταδυόντουσαν |
θα καταδύονται | να καταδύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καταδύθηκα | θα καταδυθώ | να καταδυθώ | καταδυθεί | ||
| β' ενικ. | καταδύθηκες | θα καταδυθείς | να καταδυθείς | καταδύσου | ||
| γ' ενικ. | καταδύθηκε | θα καταδυθεί | να καταδυθεί | |||
| α' πληθ. | καταδυθήκαμε | θα καταδυθούμε | να καταδυθούμε | |||
| β' πληθ. | καταδυθήκατε | θα καταδυθείτε | να καταδυθείτε | καταδυθείτε | ||
| γ' πληθ. | καταδύθηκαν καταδυθήκαν(ε) |
θα καταδυθούν(ε) | να καταδυθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω καταδυθεί | είχα καταδυθεί | θα έχω καταδυθεί | να έχω καταδυθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις καταδυθεί | είχες καταδυθεί | θα έχεις καταδυθεί | να έχεις καταδυθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει καταδυθεί | είχε καταδυθεί | θα έχει καταδυθεί | να έχει καταδυθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταδυθεί | είχαμε καταδυθεί | θα έχουμε καταδυθεί | να έχουμε καταδυθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε καταδυθεί | είχατε καταδυθεί | θα έχετε καταδυθεί | να έχετε καταδυθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταδυθεί | είχαν καταδυθεί | θα έχουν καταδυθεί | να έχουν καταδυθεί | ||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρηματικός τύπος
- καταδύομαι
- α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική μέσου ενεστώτα του ρήματος καταδύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.