εκ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκ & ἐξ

Πρόθεση

εκ ή εξ (πριν από φωνήεν)

  • (λόγιο) συντάσσεται με γενική και δηλώνει:
    1. χρόνο
      Το ήξερα εκ των προτέρων (από πριν)
    2. προέλευση από ένα τόπο
      παραλάβαμε ένα δέμα εκ Παρισίων (από το Παρίσι, ειρωνικό)
    3. τρόπο
      τα λες αυτά εκ του ασφαλούς
    4. αιτία
      συμβιβάστηκα εξ ανάγκης (από ανάγκη)
    5. το διαιρεμένο σύνολο
      ελάχιστοι διορίστηκαν τελικά εκ των χιλιάδων υποψηφίων

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

  • εκ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εκ- στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.