αστέρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αστέρι | τα | αστέρια |
| γενική | του | αστεριού | των | αστεριών |
| αιτιατική | το | αστέρι | τα | αστέρια |
| κλητική | αστέρι | αστέρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αστέρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀστέρι < ελληνιστική κοινή *ἀστέριον < υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική λέξη ἀστήρ[1]. Δείτε και αστέρας, άστρο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈste.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στέ‐ρι

χρυσό αστέρι σε χριστουγεννιάτικο δέντρο
.svg.png.webp)
ένα πεντάκτινο αστέρι (2)

επωμίδα λοχαγού με τρία αστέρια (3)
Ουσιαστικό
αστέρι ουδέτερο
- (αστρονομία) φωτεινό ουράνιο σώμα.
- αυτό το ουράνιο σώμα, όπως είναι ορατό από τη γη
- τα ουράνια σώματα ως κάτι που προαναγγέλλει το μέλλον
- ομοίωμα φωτεινής πηγής στον ουρανό (ζωγραφισμένο, χάρτινο ή από άλλο υλικό)
- ένα πεντάκτινο αστέρι
- (στρατιωτικός όρος) διακριτικό βαθμού για αξιωματικούς του στρατού
- ο λοχαγός φέρει στην επωμίδα του τρία ασημένια αστέρια
- σύμβολο που χρησιμοποιείται για την βαθμολόγηση των ξενοδοχείων αλλά και εστιατορίων, θεαμάτων κλπ
- άνθρωπος με μεγάλη λάμψη και επιτυχία, ιδίως στον καλλιτεχνικό χώρο
- άνθρωπος πανέξυπνος
- αυτό το παιδί είναι αστέρι στα μαθηματικά
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
αστέρι
|
Αναφορές
- αστέρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
