βασιλεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βασιλεύω είμαι βασιλιάς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βασιλεύω.[1] Δείτε και βασιλεύς, βασιλιάς

Προφορά

ΔΦΑ : /va.siˈle.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βασιλεύω

Ρήμα

βασιλεύω, πρτ.: βασίλευα, στ.μέλλ.: θα βασιλέψω, αόρ.: βασίλεψα/εβασίλευσα, μτχ.π.ε.: βασιλευόμενος, μτχ.π.π.: βασιλεμένος

  1. είμαι ο βασιλιάς μιας χώρας και την κυβερνώ
  2. (για τον ήλιο) δύω [3]
    1. (μεταφορικά) για κάποιον που νυστάζει
      βασίλεψαν τα ματάκια του
    2. (μεταφορικά) παρακμάζω
  3. κερδίζω το φλουρί στη βασιλόπιτα
    Σ' όποιον έπεφτε ο παράς, έλεγαν πως εκείνος «βασίλεψε»

Ταυτόσημο

Εκφράσεις

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. βασιλεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. βασιλιάς - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. Εμμανουήλ (Μανόλης) Κριαράς (1937) «Βασιλεύει ο ήλιος», Αθηνά, τόμος 47. Ανατύπωση. Αθήνησι:Τύποις Παρασκευά Λεωνή, 1937, σελ. 7993. στο: Άπαντα Κριαρά, greeklanguage.gr,(Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας)
    ΣτΕ: Διεξοδική μελέτη ετυμολογιών για τη σημασία «δύω» του «βασιλεύω».




Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

βασιλεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βασιλεύω

Ρήμα

βασιλεύω

  • βασιλεύγω

Ρηματικοί τύποι

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη βασιλεύς

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βασιλεύω < (βασιλεύς βασιλ- + -εύω

Ρήμα

βασιλεύω

  1. είμαι βασιλιάς, κυβερνάω
  2. (σπάνιο) ορίζω ως βασιλιά
  3. (ελληνιστική σημασία) είμαι κύριος ενός πράγματος (όπως, κατέχω χρυσό)

Πηγές

  1. βασιλιάς - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.