προς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προς < αρχαία ελληνική πρός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpɾos/
Πρόθεση
προς
- (τοπικά) δηλώνει την κατεύθυνση της κίνησης, προς το μέρος
- κατευθύνομαι προς την Αθήνα
- (μεταφορικά) δηλώνει την κατεύθυνση μιας ενέργειας
- απευθύνομαι προς τους γονείς
- (χρονικά) πλησιάζοντας σε ένα χρονικό σημείο
- θα συναντηθούμε προς το βράδυ
- (με γενική) στο όνομα
- προς θεού
- (αρχαϊσμός, με δοτική) επιπλέον
- προς τούτοις
Μεταφράσεις
προς
προς τούτοις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.