εισδύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εισδύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἰσδύνω με αποβολή του ⟨ν⟩ που δεν έδινε την εντύπωση «αρχαίου».[1] Κατά άλλη άποψη[2] < αρχαία ελληνική εἰσδύω. Και οι δύο τύποι < εἰς + δύνω / δύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dew-
Προφορά
- ΔΦΑ : /izˈði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εισ‐δύ‐ω
Ρήμα
εισδύω, πρτ.: εισέδυα, αόρ.: εισέδυσα (χωρίς παθητική φωνή)
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) εισχωρώ, μπαίνω
Συγγενικά
- αδιείσδυτος
- αλληλοδιείσδυση
- αντιδιείσδυση
- διείσδυση
- διεισδυτικά
- διεισδυτικός
- διεισδύω
- είσδυση
- → και δείτε τις λέξεις εις και δύω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εισδύω | εισέδυα | θα εισδύω | να εισδύω | εισδύοντας | |
| β' ενικ. | εισδύεις | εισέδυες | θα εισδύεις | να εισδύεις | είσδυε | |
| γ' ενικ. | εισδύει | εισέδυε | θα εισδύει | να εισδύει | ||
| α' πληθ. | εισδύουμε | εισδύαμε | θα εισδύουμε | να εισδύουμε | ||
| β' πληθ. | εισδύετε | εισδύατε | θα εισδύετε | να εισδύετε | εισδύετε | |
| γ' πληθ. | εισδύουν(ε) | εισέδυαν εισδύαν(ε) |
θα εισδύουν(ε) | να εισδύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εισέδυσα | θα εισδύσω | να εισδύσω | εισδύσει | ||
| β' ενικ. | εισέδυσες | θα εισδύσεις | να εισδύσεις | είσδυσε | ||
| γ' ενικ. | εισέδυσε | θα εισδύσει | να εισδύσει | |||
| α' πληθ. | εισδύσαμε | θα εισδύσουμε | να εισδύσουμε | |||
| β' πληθ. | εισδύσατε | θα εισδύσετε | να εισδύσετε | εισδύστε | ||
| γ' πληθ. | εισέδυσαν εισδύσαν(ε) |
θα εισδύσουν(ε) | να εισδύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εισδύσει | είχα εισδύσει | θα έχω εισδύσει | να έχω εισδύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εισδύσει | είχες εισδύσει | θα έχεις εισδύσει | να έχεις εισδύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εισδύσει | είχε εισδύσει | θα έχει εισδύσει | να έχει εισδύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εισδύσει | είχαμε εισδύσει | θα έχουμε εισδύσει | να έχουμε εισδύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εισδύσει | είχατε εισδύσει | θα έχετε εισδύσει | να έχετε εισδύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εισδύσει | είχαν εισδύσει | θα έχουν εισδύσει | να έχουν εισδύσει |
| |
Αναφορές
- εισδύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.