δύτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δύτης | οι | δύτες |
| γενική | του | δύτη | των | δυτών |
| αιτιατική | τον | δύτη | τους | δύτες |
| κλητική | δύτη | δύτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δύτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δύτης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δύ‐της
Ουσιαστικό
δύτης αρσενικό (θηλυκό δύτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που καταδύεται, που κολυμπάει υποβρυχίως, συνήθως φέροντας ειδικό εξοπλισμό καταδύσεων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| δῠτα- | |||||
| ονομαστική | ὁ | δύτης | οἱ | δύται | |
| γενική | τοῦ | δύτου | τῶν | δυτῶν | |
| δοτική | τῷ | δύτῃ | τοῖς | δύταις | |
| αιτιατική | τὸν | δύτην | τοὺς | δύτᾱς | |
| κλητική ὦ! | δύτᾰ | δύται | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δύτᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | δύταιν | |||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Πηγές
- δύτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δύτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.