επενδύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επενδύω < αρχαία ελληνική ἐπενδύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.penˈði.o/
Ρήμα
επενδύω
- καλύπτω την εξωτερική ή την εσωτερική επιφάνεια ενός αντικειμένου με κατάλληλο υλικό, προκειμένου να το ενισχύσω, να το προστατεύσω ή να το διακοσμήσω
- έχω επενδύσει τους τοίχους εσωτερικά με ειδικό υλικό κατά της υγρασίας
- προσθέτω στο εσωτερικό ενός ρούχου κάποιο υλικό για αισθητικούς ή πρακτικούς λόγους
- (οικονομία) διαθέτω χρήματα σε εγχείρημα ή εταιρία αναμένοντας θετικές εξελίξεις, ώστε να μοιράσω τα κέρδη
- ≈ συνώνυμα: χρηματοδοτώ
- αν δεν επενδύσουμε στην επιστημονική έρευνα σε κρατικό επίπεδο, μερικοί σημαντικοί τομείς θα αποτελματωθούν
- πολλοί σημερινοί εκατομμυριούχοι επένδυσαν στην Microsoft τη δεκαετία του 1980
- χρησιμοποιώ τα χρήματά μου για συμφέρουσες αγορές ή σε αντικείμενα αξίας
- (μεταφορικά) γράφω τη μουσική για κάποιο θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο (συνήθως, με βάση συγκεκριμένους στίχους)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επενδύω | επένδυα | θα επενδύω | να επενδύω | επενδύοντας | |
| β' ενικ. | επενδύεις | επένδυες | θα επενδύεις | να επενδύεις | επένδυε | |
| γ' ενικ. | επενδύει | επένδυε | θα επενδύει | να επενδύει | ||
| α' πληθ. | επενδύουμε | επενδύαμε | θα επενδύουμε | να επενδύουμε | ||
| β' πληθ. | επενδύετε | επενδύατε | θα επενδύετε | να επενδύετε | επενδύετε | |
| γ' πληθ. | επενδύουν(ε) | επένδυαν επενδύαν(ε) |
θα επενδύουν(ε) | να επενδύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επένδυσα | θα επενδύσω | να επενδύσω | επενδύσει | ||
| β' ενικ. | επένδυσες | θα επενδύσεις | να επενδύσεις | επένδυσε | ||
| γ' ενικ. | επένδυσε | θα επενδύσει | να επενδύσει | |||
| α' πληθ. | επενδύσαμε | θα επενδύσουμε | να επενδύσουμε | |||
| β' πληθ. | επενδύσατε | θα επενδύσετε | να επενδύσετε | επενδύστε | ||
| γ' πληθ. | επένδυσαν επενδύσαν(ε) |
θα επενδύσουν(ε) | να επενδύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επενδύσει | είχα επενδύσει | θα έχω επενδύσει | να έχω επενδύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επενδύσει | είχες επενδύσει | θα έχεις επενδύσει | να έχεις επενδύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επενδύσει | είχε επενδύσει | θα έχει επενδύσει | να έχει επενδύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επενδύσει | είχαμε επενδύσει | θα έχουμε επενδύσει | να έχουμε επενδύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επενδύσει | είχατε επενδύσει | θα έχετε επενδύσει | να έχετε επενδύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επενδύσει | είχαν επενδύσει | θα έχουν επενδύσει | να έχουν επενδύσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.