επενδύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επενδύω < αρχαία ελληνική ἐπενδύω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.penˈði.o/

Ρήμα

επενδύω

  1. καλύπτω την εξωτερική ή την εσωτερική επιφάνεια ενός αντικειμένου με κατάλληλο υλικό, προκειμένου να το ενισχύσω, να το προστατεύσω ή να το διακοσμήσω
    έχω επενδύσει τους τοίχους εσωτερικά με ειδικό υλικό κατά της υγρασίας
  2. προσθέτω στο εσωτερικό ενός ρούχου κάποιο υλικό για αισθητικούς ή πρακτικούς λόγους
  3. (οικονομία) διαθέτω χρήματα σε εγχείρημα ή εταιρία αναμένοντας θετικές εξελίξεις, ώστε να μοιράσω τα κέρδη
     συνώνυμα: χρηματοδοτώ
    αν δεν επενδύσουμε στην επιστημονική έρευνα σε κρατικό επίπεδο, μερικοί σημαντικοί τομείς θα αποτελματωθούν
    πολλοί σημερινοί εκατομμυριούχοι επένδυσαν στην Microsoft τη δεκαετία του 1980
  4. χρησιμοποιώ τα χρήματά μου για συμφέρουσες αγορές ή σε αντικείμενα αξίας
  5. (μεταφορικά) γράφω τη μουσική για κάποιο θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο (συνήθως, με βάση συγκεκριμένους στίχους)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.