βυθίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /viˈθi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βυ‐θί‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
βυθίζομαι, π.αόρ.: βυθίστηκα, μτχ.π.π.: βυθισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος βυθίζω
- παθητικές σημασίες του βυθίζω
- (μεταφορικά) απορροφιέμαι ή παραδίδομαι εντελώς· πέφτω σε νάρκη, λήθαργο
- ※ Τα βράδια κλειδώνω την κάμαρά μου, σβήνω το φως και βυθίζομαι στο σκοτάδι. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)
- ↪ βυθίστηκε στη θλίψη για πολύ καιρό
- ↪ Λίγο πριν βυθιστεί σε κώμα ζήτησε να επικοινωνήσει με τον πατέρα της.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.