λωποδύτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λωποδύτης οι λωποδύτες
      γενική του λωποδύτη των λωποδυτών
    αιτιατική τον λωποδύτη τους λωποδύτες
     κλητική λωποδύτη λωποδύτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λωποδύτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λωποδύτης

Προφορά

ΔΦΑ : /lo.poˈði.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λωποδύτης

Ουσιαστικό

λωποδύτης αρσενικό (θηλυκό λωποδύτρια ή λωποδίτισσα)

  1. ο κλέφτης
  2. ο απατεώνας
      Σιωπὴ καὶ φρίκη βασιλεύει! / τώρα κλαῖν τοὺς ἄνδρας των ἡ χήραις / κάθε λωποδύτης τώρα κλέβει, / τώρα ρουχαλίζουν κι' οἱ κλητῆρες. (Γεώργιος Σουρής, Νύκτα, 1887)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λωποδύτης οἱ λωποδύται
      γενική τοῦ λωποδύτου τῶν λωποδυτῶν
      δοτική τῷ λωποδύτ τοῖς λωποδύταις
    αιτιατική τὸν λωποδύτην τοὺς λωποδύτᾱς
     κλητική ! λωποδύτ λωποδύται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λωποδύτ
γεν-δοτ τοῖν  λωποδύταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λωποδύτης < (λώπη ή λῶπος (ένδυμα)) μεταπτωτική βαθμίδα λωπ- του λέπω + -ο- + -δύτης < δύω (βυθίζω, βουτώ), «αυτός που κλέβει ρούχα» [1]

Ουσιαστικό

λωποδύτης, -ου αρσενικό

  1. ο κλέφτης ρούχων
  2. (γενικότερα) ο παλιάνθρωπος, κλέφτης, ο ληστής ή ο λογοκλόπος

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.