βρεγματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βρεγματικός η βρεγματική το βρεγματικό
      γενική του βρεγματικού της βρεγματικής του βρεγματικού
    αιτιατική τον βρεγματικό τη βρεγματική το βρεγματικό
     κλητική βρεγματικέ βρεγματική βρεγματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βρεγματικοί οι βρεγματικές τα βρεγματικά
      γενική των βρεγματικών των βρεγματικών των βρεγματικών
    αιτιατική τους βρεγματικούς τις βρεγματικές τα βρεγματικά
     κλητική βρεγματικοί βρεγματικές βρεγματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βρεγματικός < βρέγμα + -ικός

Επίθετο

βρεγματικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με το βρέγμα, ανήκει σ’ αυτό ή αναφέρεται σ’ αυτό
  2. (ουσιαστικοποιημένο) βρεγματικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.