αβροχιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβροχιά οι αβροχιές
      γενική της αβροχιάς των αβροχιών
    αιτιατική την αβροχιά τις αβροχιές
     κλητική αβροχιά αβροχιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αβροχιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀβροχιά < μεσαιωνική ελληνική, (ελληνιστική κοινή) ἀβροχία. Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + βροχ(ή) (βρέχω) + -ιά

Ουσιαστικό

αβροχιά θηλυκό

  • (ιδιωματικό) (σπάνιο) ανυδρία, ανομβρία
      […] και η τετράς των ονομάτων αβροχιά, αναβρεξά, ανομβριά, ανυδριά, προς δήλωσιν της ξηρασίας και ανομβρίας είναι ενδεικτική του πράγματος (από το κείμενο του Γάσπαρη Άλβυ, «Η ανομβρία εν Θήρα», στον τόμο Σαντορίνη, έκδ. του Μιχαήλ Δανέζη (Αθήνα, 1940), σ. 169)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.