βρόχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βρόχος οι βρόχοι
      γενική του βρόχου των βρόχων
    αιτιατική τον βρόχο τους βρόχους
     κλητική βρόχε βρόχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βρόχος < αρχαία ελληνική βρόχος

Ουσιαστικό

βρόχος αρσενικό

  1. (λόγιο) η θηλιά σε μία κρεμάλα
    Αυτοκτόνησε κάνοντας βρόχο με το καλώδιο της σόμπας.
  2. (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε σφίγγει και πνίγει
  3. (προγραμματισμός) σύνολο εντολών προγραμματισμού που επαναλαμβάνονται κυκλικά όσο ικανοποιείται μία συγκεκριμένη συνθήκη
  4. (ηλεκτρολογία) κλάδοι δικτύου που αναπτύσσονται σε κλειστή (κυκλική) διαδρομή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.