αδιαβροχοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδιαβροχοποίηση οι αδιαβροχοποιήσεις
      γενική της αδιαβροχοποίησης* των αδιαβροχοποιήσεων
    αιτιατική την αδιαβροχοποίηση τις αδιαβροχοποιήσεις
     κλητική αδιαβροχοποίηση αδιαβροχοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αδιαβροχοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αδιαβροχοποίηση < αδιαβροχοποιώ + -ση

Ουσιαστικό

αδιαβροχοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.