βρέχομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βρέχομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

βρέχομαι

  1. μέση και παθητική μορφή του: βρέχω
    • πέφτει επάνω μου βροχή ή, γενικότερα, νερό
      καθίστε λίγο μακρύτερα για να μη βρέχεστε τώρα που ποτίζω
    • (για ξηρά + από: θάλασσα, λίμνη ή ποτάμι) η θάλασσα, η λίμνη ή το ποτάμι φτάνει μέχρι τις ακτές μου
      η Πολωνία συνορεύει ανατολικά με τη Γερμανία, νότια με την Τσεχία και τη Σλοβακία, ανατολικά με τη Λευκορωσία και τη Λιθουανία ενώ από το Βορρά βρέχεται από τη Βαλτική και ένα μικρό τμήμα της, στα βορειοανατολικά, συνορεύει με τη Ρωσία
    • (οικείο) κατουριέμαι επάνω μου

Σύνθετα

Σημειώσεις

  • χρησιμοποιείται αντί του συνορεύω όταν πρόκειται για θάλασσα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.