ακατάβρεχτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακατάβρεχτος | η | ακατάβρεχτη | το | ακατάβρεχτο |
| γενική | του | ακατάβρεχτου | της | ακατάβρεχτης | του | ακατάβρεχτου |
| αιτιατική | τον | ακατάβρεχτο | την | ακατάβρεχτη | το | ακατάβρεχτο |
| κλητική | ακατάβρεχτε | ακατάβρεχτη | ακατάβρεχτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακατάβρεχτοι | οι | ακατάβρεχτες | τα | ακατάβρεχτα |
| γενική | των | ακατάβρεχτων | των | ακατάβρεχτων | των | ακατάβρεχτων |
| αιτιατική | τους | ακατάβρεχτους | τις | ακατάβρεχτες | τα | ακατάβρεχτα |
| κλητική | ακατάβρεχτοι | ακατάβρεχτες | ακατάβρεχτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- ακατάβρεχτα / ακατάβρεκτα
- → δείτε τις λέξεις καταβρέχω, κατά και βρέχω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.