σανίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σανίδα οι σανίδες
      γενική της σανίδας των σανίδων
    αιτιατική τη σανίδα τις σανίδες
     κλητική σανίδα σανίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σανίδα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σανίς από την αιτιατική ενικού «τὴν σανίδα»

Προφορά

ΔΦΑ : /saˈniða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σανίδα

Ουσιαστικό

σανίδα θηλυκό

  1. παραλληλόγραμμο κομμάτι ξύλου με μικρό πάχος
  2. (μεταφορικά, για πολύ λεπτό άνθρωπο ή ειδικά για κοιλιά) επίπεδη, γυμνασμένη και χωρίς πάχος

Εκφράσεις

  • σανίδα σωτηρίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

σανίδα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.