δακρύβρεχτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δακρύβρεχτος η δακρύβρεχτη το δακρύβρεχτο
      γενική του δακρύβρεχτου της δακρύβρεχτης του δακρύβρεχτου
    αιτιατική τον δακρύβρεχτο τη δακρύβρεχτη το δακρύβρεχτο
     κλητική δακρύβρεχτε δακρύβρεχτη δακρύβρεχτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δακρύβρεχτοι οι δακρύβρεχτες τα δακρύβρεχτα
      γενική των δακρύβρεχτων των δακρύβρεχτων των δακρύβρεχτων
    αιτιατική τους δακρύβρεχτους τις δακρύβρεχτες τα δακρύβρεχτα
     κλητική δακρύβρεχτοι δακρύβρεχτες δακρύβρεχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δακρύβρεχτος < δάκρυ + βρεκ- (< βρέχω) με ανομοίωση του τρόπου άρθρωσης [kt] > [xt] + -τός, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική mouillé de larmes[1][2] (mouillé βρεγμένος με larmes δάκρυα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ðaˈkɾi.vɾe.xtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δακρύβρεχτος

Επίθετο

δακρύβρεχτος, -η, -ο και δακρύβρεκτος

  1. βρεγμένος από δάκρυα
     συνώνυμα: βουρκωμένος
  2. εσθονικά που υπερβάλλει τα συναισθήματα και τα λόγια του προσπαθώντας να συγκινήσει τους άλλους για να πετύχει κάποιο σκοπό
     συνώνυμα: μελοδραματικός, μελό, κλαψιάρικος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. δακρύβρεχτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. δακρύβρεχτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.