δακρύβρεχτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δακρύβρεχτος | η | δακρύβρεχτη | το | δακρύβρεχτο |
| γενική | του | δακρύβρεχτου | της | δακρύβρεχτης | του | δακρύβρεχτου |
| αιτιατική | τον | δακρύβρεχτο | τη | δακρύβρεχτη | το | δακρύβρεχτο |
| κλητική | δακρύβρεχτε | δακρύβρεχτη | δακρύβρεχτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δακρύβρεχτοι | οι | δακρύβρεχτες | τα | δακρύβρεχτα |
| γενική | των | δακρύβρεχτων | των | δακρύβρεχτων | των | δακρύβρεχτων |
| αιτιατική | τους | δακρύβρεχτους | τις | δακρύβρεχτες | τα | δακρύβρεχτα |
| κλητική | δακρύβρεχτοι | δακρύβρεχτες | δακρύβρεχτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðaˈkɾi.vɾe.xtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐κρύ‐βρε‐χτος
Επίθετο
δακρύβρεχτος, -η, -ο και δακρύβρεκτος
- βρεγμένος από δάκρυα
- εσθονικά που υπερβάλλει τα συναισθήματα και τα λόγια του προσπαθώντας να συγκινήσει τους άλλους για να πετύχει κάποιο σκοπό
Αναφορές
- δακρύβρεχτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δακρύβρεχτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.