χτυπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χτυπώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χτυπῶ < αρχαία ελληνική κτυπῶ → και δείτε τη λέξη χτυπάω
Προφορά
- ΔΦΑ : /xtiˈpo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χτυ‐πώ
- τονικό παρώνυμο: χτύπο
Μεταφράσεις
χτυπώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.