διαβρέχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαβρέχω < αρχαία ελληνική διαβρέχω < δια- + βρέχω

Ρήμα

διαβρέχω (παθητική φωνή: διαβρέχομαι)

  1. υγραίνω, μουσκεύω
  2. (συνεκδοχικά) (για ποταμό) διαπερνώ, περνάω μέσα από

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διαβρέχω < διά + βρέχω

Ρήμα

διαβρέχω

  1. διαβρέχω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.