πρωτοβρόχι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρωτοβρόχι | τα | πρωτοβρόχια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | πρωτοβρόχι | τα | πρωτοβρόχια |
| κλητική | πρωτοβρόχι | πρωτοβρόχια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πρωτοβρόχι ουδέτερο
- (συνήθως στον πληθυντικό: πρωτοβρόχια) η πρώτη βροχή μιας περιόδου βροχοπτώσεων (π.χ. από φθινόπωρο έως άνοιξη)
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.