αφρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αφρός | οι | αφροί |
| γενική | του | αφρού | των | αφρών |
| αιτιατική | τον | αφρό | τους | αφρούς |
| κλητική | αφρέ | αφροί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αφρός της θάλασσας.

Αφρός μπίρας
Ετυμολογία
- αφρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀφρός
- Δε σχετίζονται ετυμολογικά, το ελαφρός, το Αφροδίτη, αφροδίσιος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈfɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φρός
Ουσιαστικό
αφρός αρσενικό
- σύνολο φυσαλίδων που συγκεντρώνονται στην επιφάνεια ενός υγρού
- (συνεκδοχικά) το πάνω μέρος, η επιφάνεια ενός υγρού
- (ειδικότερα) η επιφάνεια της θάλασσας
- (μεταφορικά) το πιο εκλεκτό τμήμα από ένα σύνολο πραγμάτων
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
αφρ-
αφρ-
- αφρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αφρο- από το αφρός στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά
- άναφρος
- ανεξάφριστος
- αξάφριστος
- αφράλα (ιδιωματικό)
- αφράλατο (ιδιωματικό)
- αφράτεμα
- αφρατεύω
- αφράτος & συγγενικά
- αφριάζω
- αφρίζω & συγγενικά
- αφρίζων (μετοχή)
- αφρίνα
- άφρισμα
- αφρισμένος
- αφρισμός
- αφριστά (επίρρημα)
- αφριστός
- αφρίτης (στη σημασία: αλάτι, ιδιωματικό)
- αφρώδης
- αφρωτός
- γλυκαφρίζω
- εξαφριστής
- ξαφριάζω
- ξαφρίδι
- ξαφρίζω, ξαφρίζομαι
- ξάφρισμα
- ξαφρισμένος
- ξαφριστήρι
- ολάφριστος
- ολοαφρίζω
- πολυάφριστος
Μεταφράσεις
Πηγές
- αφρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.