αφρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αφρός οι αφροί
      γενική του αφρού των αφρών
    αιτιατική τον αφρό τους αφρούς
     κλητική αφρέ αφροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αφρός της θάλασσας.
Αφρός μπίρας

Ετυμολογία

αφρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀφρός

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈfɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αφρός

Ουσιαστικό

αφρός αρσενικό

  1. σύνολο φυσαλίδων που συγκεντρώνονται στην επιφάνεια ενός υγρού
  2. (συνεκδοχικά) το πάνω μέρος, η επιφάνεια ενός υγρού
  3. (ειδικότερα) η επιφάνεια της θάλασσας
  4. (μεταφορικά) το πιο εκλεκτό τμήμα από ένα σύνολο πραγμάτων

Συνώνυμα

(ιδιωματικά)

Εκφράσεις

  • βγάζω αφρούς: θυμώνω υπερβολικά
  • βγαίνω στον αφρό: εμφανίζομαι, γίνομαι φανερός

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
αφρ- 

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.