αφρώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφρώδης η αφρώδης το αφρώδες
      γενική του αφρώδους της αφρώδους του αφρώδους
    αιτιατική τον αφρώδη την αφρώδη το αφρώδες
     κλητική αφρώδη(ς) αφρώδης αφρώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφρώδεις οι αφρώδεις τα αφρώδη
      γενική των αφρωδών των αφρωδών των αφρωδών
    αιτιατική τους αφρώδεις τις αφρώδεις τα αφρώδη
     κλητική αφρώδεις αφρώδεις αφρώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφρώδης < αφρός + -ώδης

Επίθετο

αφρώδης, -ης, -ες

  1. (για κρασιά) που αφρίζει όταν ανοίγεται
     συνώνυμα: σαμπανιζέ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.