ξαφρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξαφρίζω < μεσαιωνική ελληνική ξαφρίζω < ἐξαφρίζω
Ρήμα
ξαφρίζω
- αφαιρώ τον αφρό από την επιφάνεια υγρού
- (συνεκδοχικά) αφαιρώ αυτό που βγαίνει στον αφρό υγρού μέσα στο οποίο βράζει κάτι
- κάθε τόσο ξάφριζε το κρέας με τον κεψέ
- (μεταφορικά) αφαιρώ χρήματα ή άλλα αντικείμενα αξίας από κάποιον ή κάπου, κλέβω
- ριφιφίδες μπήκαν από το διπλανό μαγαζί και ξαφρίσανε ότι ήταν χρυσό
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξαφρίζω | ξάφριζα | θα ξαφρίζω | να ξαφρίζω | ξαφρίζοντας | |
| β' ενικ. | ξαφρίζεις | ξάφριζες | θα ξαφρίζεις | να ξαφρίζεις | ξάφριζε | |
| γ' ενικ. | ξαφρίζει | ξάφριζε | θα ξαφρίζει | να ξαφρίζει | ||
| α' πληθ. | ξαφρίζουμε | ξαφρίζαμε | θα ξαφρίζουμε | να ξαφρίζουμε | ||
| β' πληθ. | ξαφρίζετε | ξαφρίζατε | θα ξαφρίζετε | να ξαφρίζετε | ξαφρίζετε | |
| γ' πληθ. | ξαφρίζουν(ε) | ξάφριζαν ξαφρίζαν(ε) |
θα ξαφρίζουν(ε) | να ξαφρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξάφρισα | θα ξαφρίσω | να ξαφρίσω | ξαφρίσει | ||
| β' ενικ. | ξάφρισες | θα ξαφρίσεις | να ξαφρίσεις | ξάφρισε | ||
| γ' ενικ. | ξάφρισε | θα ξαφρίσει | να ξαφρίσει | |||
| α' πληθ. | ξαφρίσαμε | θα ξαφρίσουμε | να ξαφρίσουμε | |||
| β' πληθ. | ξαφρίσατε | θα ξαφρίσετε | να ξαφρίσετε | ξαφρίστε | ||
| γ' πληθ. | ξάφρισαν ξαφρίσαν(ε) |
θα ξαφρίσουν(ε) | να ξαφρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξαφρίσει | είχα ξαφρίσει | θα έχω ξαφρίσει | να έχω ξαφρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξαφρίσει | είχες ξαφρίσει | θα έχεις ξαφρίσει | να έχεις ξαφρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξαφρίσει | είχε ξαφρίσει | θα έχει ξαφρίσει | να έχει ξαφρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξαφρίσει | είχαμε ξαφρίσει | θα έχουμε ξαφρίσει | να έχουμε ξαφρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξαφρίσει | είχατε ξαφρίσει | θα έχετε ξαφρίσει | να έχετε ξαφρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξαφρίσει | είχαν ξαφρίσει | θα έχουν ξαφρίσει | να έχουν ξαφρίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.