ξαφρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξαφρίζω < μεσαιωνική ελληνική ξαφρίζω < ἐξαφρίζω

Ρήμα

ξαφρίζω

  1. αφαιρώ τον αφρό από την επιφάνεια υγρού
  2. (συνεκδοχικά) αφαιρώ αυτό που βγαίνει στον αφρό υγρού μέσα στο οποίο βράζει κάτι
    κάθε τόσο ξάφριζε το κρέας με τον κεψέ
  3. (μεταφορικά) αφαιρώ χρήματα ή άλλα αντικείμενα αξίας από κάποιον ή κάπου, κλέβω
    ριφιφίδες μπήκαν από το διπλανό μαγαζί και ξαφρίσανε ότι ήταν χρυσό

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.