froth

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

froth (en)

  1. ο αφρός στην επιφάνεια ενός υγρού (πχ. μπίρας)
  2. η αερολογία, η κενολογία
  3. ασήμαντο γεγονός στο οποίο ωστόσο δίνεται σημασία· ανοησία
  4. (αστροφυσική), (μεταφορικά) το μεγασύμπαν/υπερσύμπαν/πολυσύμπαν υπό το πρίσμα της θεωρίας φυσαλίδων
  5. (σωματιδιακή φυσική), (μεταφορικά) quantum foam, spacetime foam, ο κβαντικός αφρός, ο χωροχρονικός αφρός (η μικρότερη γνωστή τάξη μεγέθους)

Ρήμα

froth (en)

  1. αφρίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.