froth

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
froth (en)
- ο αφρός στην επιφάνεια ενός υγρού (πχ. μπίρας)
- η αερολογία, η κενολογία
- ασήμαντο γεγονός στο οποίο ωστόσο δίνεται σημασία· ανοησία
- (αστροφυσική), (μεταφορικά) το μεγασύμπαν/υπερσύμπαν/πολυσύμπαν υπό το πρίσμα της θεωρίας φυσαλίδων
- (σωματιδιακή φυσική), (μεταφορικά) quantum foam, spacetime foam, ο κβαντικός αφρός, ο χωροχρονικός αφρός (η μικρότερη γνωστή τάξη μεγέθους)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.