ἀφρός

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀφρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀφρός
  • Δε σχετίζονται ετυμολογικά, το ἀλαφρός, το ἀφροδίσιος.

Ουσιαστικό

ἀφρός αρσενικό

  1. ο αφρός
    1. (ιδίως) των κυμάτων της θάλασσας
    2. του στόματος, οι φυσαλίδες του σάλιου
    3. (για αρρώστια) έκκριση υγρού
  2. ο διχλωριούχος άργυρος

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
αφρ- 
  • ἀφρο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀφρο- στο Βικιλεξικό
    • ἀφρακεράμιδα
    • ἀφροκοπῶ
    • ἀφρόνιτρον

και

  • ἀπηφρισμένος
  • ἀπαφρισμός
  • ἀφρατίτσιν
  • ἀφρατόζεστον
  • ἀφράτον
  • ἀφράτος
  • ἀφρατούτσικος
  • ἀφρίζω & συγγενικά
  • ἀφριστής
  • Ἀφρός
  • ἐξαφρίζω
  • ἐξάφρισμα
  • προαπαφρίζω
  • προεξαφρίζω
  • προεπαφρίζω
  • προσαφρίζω

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀφρός οἱ ἀφροί
      γενική τοῦ ἀφροῦ τῶν ἀφρῶν
      δοτική τῷ ἀφρ τοῖς ἀφροῖς
    αιτιατική τὸν ἀφρόν τοὺς ἀφρούς
     κλητική ! ἀφρέ ἀφροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀφρώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀφροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀφρός < αβέβαιης ετυμολογίας. Δε μοιάζει να συνδέεται με το ὄμβρος και τη σανσκριτική अभ्र (abhrá) λόγω της απόστασης των σημασιών. Πιθανόν να συνδέεται με συνώνυμο στην αρμενική pʿrpʿur[1] < λυκιακή փրփուր (pʿrpʿur) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pher-.[2]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: ἀφρός νέα ελληνικά: αφρός

Ουσιαστικό

ἀφρός, -ού αρσενικό

  1. ο αφρός, (για ανθρώπους ή ζώα) ο αφρός στο στόμα
  2. συνώνυμο του ἀφρόνιτρον (ἀφρὸς νίτρου )
  3. συνώνυμο του ἀφύη (είδος μικρού ψαριού)

Εκφράσεις

  • ἀφρὸς αἵματος (το σπέρμα)
  • ἀφρὸς νίτρου

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
αφρ- 
  • ἀφρο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀφρο- στο Βικιλεξικό
  • ἀφροφυής
  • ἀφρόγαλα
  • ἀφρογένεια
  • ἀφρογενής
  • ἀφρόκομος
  • ἀφρόλιτρον
  • ἀφροσέληνος
  • ἀφροσιβόμβαξ
  • ἀφρόσκορδον
  • ἀφροτόκος

και

  • ἀναφρίζω
  • ἄναφρος
  • ἀπαφρίζω
  • ἀφρέω, ἀφριάω, ἀφριόω
  • ἀφρᾶτον
  • ἀφρηλόγος
  • ἀφρίζω
  • ἀφριάω
  • ἀφριόεις
  • ἀφριόω
  • ἀφρισμός
  • ἀφριστής
  • ἀφρῖτις
  • ἀφρόομαι
  • ἀφρώδης
  • ἐξαφρίζομαι
  • *ἐξαφρίζω
  • ἐξαφρόομαι
  • ἐξηφρισμένος
  • ἐπαφριάω
  • ἐπαφρίζω
  • ἔπαφρος
  • προαφρίζω
  • προαπαφρίζω
  • προσαφρίζω
  • ὑπαφρίζω
  • ὕπαφρος
  • ὑπεραφρίζω

Δε σχετίζονται τα ἀφροδισ-, ἀφροδιτ-  δείτε τη λέξη Ἀφροδίτα

Αναφορές

  1. «αφρός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. փրփուր (Old Armenian) στο αγγλικό Βικιλεξικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.