αφρο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αφρο- <
Δε σχετίζεται το αφροδίσιος, το Αφροδίτη

Προφορά

ΔΦΑ : /a.fɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αφρο-

Πρόθημα

αφρο-, αφρό-

  1. σχετικά με τον αφρό
    1. που περιέχει ή αναφέρεται σε αφρό
      αφρόκρεμα, αφρογέννητη
    2. που έχει τις ιδιότητες του αφρού, όπως η λευκότητα, που είναι αφράτος, μαλακός, σαν τον αφρό
      αφρογάλαζος
    Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αφρο- από το αφρός στο Βικιλεξικό
    Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αφρό- στο Βικιλεξικό
  2. σχετικά με την Αφρική
    1. που αφορά Αφρικανό ή αφρικανική καταγωγή
      Αφροαμερικανός
    2. που αφορά γλώσσα, αντικείμενο ή προϊόν αφρικανικό
      αφροαμερικανικός
    Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αφρο- από το Αφρικανός στο Βικιλεξικό

Αναφορές

  1. s.v. «Αφρική» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.