αφρόκρεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αφρόκρεμα | οι | αφρόκρεμες |
| γενική | της | αφρόκρεμας | — | |
| αιτιατική | την | αφρόκρεμα | τις | αφρόκρεμες |
| κλητική | αφρόκρεμα | αφρόκρεμες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈfɾo.kɾe.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φρό‐κρε‐μα
Ουσιαστικό
αφρόκρεμα θηλυκό
Μεταφράσεις
κάτι εκλεκτό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.