αφρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αφρισμός | οι | αφρισμοί |
| γενική | του | αφρισμού | των | αφρισμών |
| αιτιατική | τον | αφρισμό | τους | αφρισμούς |
| κλητική | αφρισμέ | αφρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αφρισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.