άφρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άφρισμα τα αφρίσματα
      γενική του αφρίσματος των αφρισμάτων
    αιτιατική το άφρισμα τα αφρίσματα
     κλητική άφρισμα αφρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άφρισμα < αφρίζω + -μα

Ουσιαστικό

άφρισμα ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) το αποτέλεσμα του αφρίζω
    άλλες μορφές: αφρισμός
  2. (μεταφορικά) το αποτέλεσμα του αφρίζω
     συνώνυμα: οργή, θυμός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.