αφρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αφρίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀφρίζω
Ρήμα
αφρίζω, αόρ.: άφρισα, μτχ.π.π.: αφρισμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (για υγρά) βγάζω αφρούς στην επιφάνειά μου
- (για ανθρώπους ή ζώα) σκυλιάζω, με πιάνει κάποια μανία και συνήθως βγάζω αφρούς από το στόμα μου
- (μεταφορικά) εκδηλώνω υπερβολικό θυμό
- ※ Ο γερο-Μπερναρντόνε δεν μπόρεσε πια να κρατηθεί, άφριζε. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
Εκφράσεις
- αφρίζω απ' το κακό μου
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αφρίζω | άφριζα | θα αφρίζω | να αφρίζω | αφρίζοντας | |
| β' ενικ. | αφρίζεις | άφριζες | θα αφρίζεις | να αφρίζεις | άφριζε | |
| γ' ενικ. | αφρίζει | άφριζε | θα αφρίζει | να αφρίζει | ||
| α' πληθ. | αφρίζουμε | αφρίζαμε | θα αφρίζουμε | να αφρίζουμε | ||
| β' πληθ. | αφρίζετε | αφρίζατε | θα αφρίζετε | να αφρίζετε | αφρίζετε | |
| γ' πληθ. | αφρίζουν(ε) | άφριζαν αφρίζαν(ε) |
θα αφρίζουν(ε) | να αφρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | άφρισα | θα αφρίσω | να αφρίσω | αφρίσει | ||
| β' ενικ. | άφρισες | θα αφρίσεις | να αφρίσεις | άφρισε | ||
| γ' ενικ. | άφρισε | θα αφρίσει | να αφρίσει | |||
| α' πληθ. | αφρίσαμε | θα αφρίσουμε | να αφρίσουμε | |||
| β' πληθ. | αφρίσατε | θα αφρίσετε | να αφρίσετε | αφρίστε | ||
| γ' πληθ. | άφρισαν αφρίσαν(ε) |
θα αφρίσουν(ε) | να αφρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αφρίσει | είχα αφρίσει | θα έχω αφρίσει | να έχω αφρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αφρίσει | είχες αφρίσει | θα έχεις αφρίσει | να έχεις αφρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αφρίσει | είχε αφρίσει | θα έχει αφρίσει | να έχει αφρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αφρίσει | είχαμε αφρίσει | θα έχουμε αφρίσει | να έχουμε αφρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αφρίσει | είχατε αφρίσει | θα έχετε αφρίσει | να έχετε αφρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αφρίσει | είχαν αφρίσει | θα έχουν αφρίσει | να έχουν αφρίσει |
| |
Μεταφράσεις
Πηγές
- αφρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αφρίζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.