αφρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αφρίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀφρίζω

Ρήμα

αφρίζω, αόρ.: άφρισα, μτχ.π.π.: αφρισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (για υγρά) βγάζω αφρούς στην επιφάνειά μου
  2. (για ανθρώπους ή ζώα) σκυλιάζω, με πιάνει κάποια μανία και συνήθως βγάζω αφρούς από το στόμα μου
  3. (μεταφορικά) εκδηλώνω υπερβολικό θυμό
      Ο γερο-Μπερναρντόνε δεν μπόρεσε πια να κρατηθεί, άφριζε. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])

Εκφράσεις

  • αφρίζω απ' το κακό μου

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη αφρός

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.