Αφροδίτη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αφροδίτη οι Αφροδίτες
      γενική της Αφροδίτης των (Αφροδιτών)
    αιτιατική την Αφροδίτη τις Αφροδίτες
     κλητική Αφροδίτη Αφροδίτες
Για τη θεά ή τον πλανήτη, στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αφροδίτη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ἀφροδίτη
Ο πλανήτης Αφροδίτη.

Προφορά

ΔΦΑ : /a.fɾoˈði.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αφροδίτη

Κύριο όνομα

Αφροδίτη θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) θεά του έρωτα και της ομορφιάς στην αρχαία ελληνική μυθολογία
    στη ρωμαϊκή μυθολογία  δείτε Venus
  2. (αστρονομία) ο δεύτερος σε σειρά από τον Ήλιο πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος
     συνώνυμα: Αυγερινός, Αποσπερίτης (κοινές ονομασίες)
  3. γυναικείο όνομα

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
αφροδι- 

Δε σχετίζεται το αφρός.

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.