αφρόγαλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αφρόγαλα τα αφρογάλατα
      γενική του αφρογάλατος των αφρογαλάτων
    αιτιατική το αφρόγαλα τα αφρογάλατα
     κλητική αφρόγαλα αφρογάλατα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφρόγαλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀφρόγαλα

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈfɾo.ɣa.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αφρόγαλα

Ουσιαστικό

αφρόγαλα ουδέτερο

  1. (τρόφιμο) κρεμώδες υλικό, λιπαρή ουσία σαν αφρός, που αποσπάται από το νωπό γάλα με φυγοκέντριση
  2. (μεταφορικά) το πιο εκλεκτό κομμάτι ενός συνόλου, ο αφρός

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.