αποθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποθήκη οι αποθήκες
      γενική της αποθήκης των αποθηκών
    αιτιατική την αποθήκη τις αποθήκες
     κλητική αποθήκη αποθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αποθήκη βιβλιοπωλείου στο Παρίσι.
Αποθήκη κήπου.

Ετυμολογία

αποθήκη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποθήκη.[1] Μορφολογικά, δείτε (από) απο- + -θήκη

Προφορά

ΔΦΑ : /a.poˈθi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποθήκη

Ουσιαστικό

αποθήκη θηλυκό

  1. χώρος (κτίριο ή μέρος κτιρίου) όπου φυλάσσονται αντικείμενα, όπως εργαλεία, αγαθά ή εμπορεύματα, για την περίοδο που δεν είναι αναγκαίο να χρησιμοποιηθούν
  2. κατάστημα χονδρικής πώλησης
  3. στρατιωτική μονάδα ανεφοδιασμού

Συγγενικά

Σύνθετα

  Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
  Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-αποθήκη»
όπως ενδεικτικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.