αποθηκεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποθηκεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
αποθηκεύω
- τοποθετώ, βάζω κάτι σε αποθήκη για μελλοντική χρήση
- (συνεκδοχικά) συσσωρεύω, συγκεντρώνω, μαζεύω κάτι
- (πληροφορική) καταγράφω ένα αρχείο ή γενικότερα δεδομένα στον σκληρό δίσκο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.