αποθηκεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποθηκεύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

αποθηκεύω

  1. τοποθετώ, βάζω κάτι σε αποθήκη για μελλοντική χρήση
  2. (συνεκδοχικά) συσσωρεύω, συγκεντρώνω, μαζεύω κάτι
  3. (πληροφορική) καταγράφω ένα αρχείο ή γενικότερα δεδομένα στον σκληρό δίσκο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.