οιναποθήκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οιναποθήκη | οι | οιναποθήκες |
| γενική | της | οιναποθήκης | των | οιναποθηκών |
| αιτιατική | την | οιναποθήκη | τις | οιναποθήκες |
| κλητική | οιναποθήκη | οιναποθήκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Οιναποθήκη στη Χιλή
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
οιναποθήκη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.