αεραποθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεραποθήκη οι αεραποθήκες
      γενική της αεραποθήκης των αεραποθηκών
    αιτιατική την αεραποθήκη τις αεραποθήκες
     κλητική αεραποθήκη αεραποθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αεραποθήκη < αήρ + αποθήκη

Ουσιαστικό

αεραποθήκη θηλυκό

  1. (τεχνολογία), (αεροπορικός όρος), (ναυτικός όρος): χώρος ή δεξαμενή φύλαξης αέρα για μελλοντική παροχή
    αεραποθήκες φέρουν συνηθέστερα βιομηχανίες, αεροπλάνα, αερόπλοια, διαστημόπλοια, υποβρύχια, βαθυσκάφη κ.ά.
    χαρακτηριστικότερο στοιχείο του αερόπλοιου είναι οι αεραποθήκες του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.