αποθηκάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποθηκάκι τα αποθηκάκια
      γενική
    αιτιατική το αποθηκάκι τα αποθηκάκια
     κλητική αποθηκάκι αποθηκάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποθηκάκι < υποκοριστικό του αποθήκη

Ουσιαστικό

αποθηκάκι ουδέτερο

  • μικρή αποθήκη

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αποθήκη

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.