από
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- από < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀπό [1][2][3]
- το απ' < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπ' πριν από το [t] στους τύπους του οριστικού άρθρου ο
Προφορά
- ΔΦΑ : /apo/ εντάσσεται φωνολογικά στην επόμενη λέξη ως κλιτικό, π.χ. /apo‿to‿pɾoˈi/ (<από το πρωί>)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό
Πρόθεση
από, απ' και αφ'
- δηλώνει
- τόπο:
- αφετηρία
- ↪ Αν ξεκινήσεις τώρα από το σπίτι, θα με προλάβεις.
- σημείο εκκίνησης για εκτίμηση, μέτρηση, υπολογισμό
- ↪ Η θερμοκρασία θα κυμανθεί από 25 ως 28 βαθμούς.
- μεταβολή κατάστασης
- ↪ από δήμαρχος κλητήρας
- απομάκρυνση
- ↪ Φύγε μακριά απ᾿ αυτόν!
- αφετηρία
- καταγωγή ή προέλευση
- ↪ Ο γείτονάς μου είναι από την Αίγυπτο.
- ↪ Ο Μάρκο Πόλο έφερε από την Κίνα το μετάξι στην Ευρώπη.
- εξάρτηση
- ↪ κρατήσου από μένα
- χρόνο:
- αφετηρία
- ↪ Έχω να τον δω απ᾿ την αποφοίτησή μας.
- σημείο εκκίνησης χρονικού διαστήματος
- ↪ Θα είμαι εδώ από νωρίς, έλα κι εσύ.
- αφετηρία
- αντιδιαστολή, σύγκριση, προτίμηση
- ↪ Ο Λευτέρης είναι μεγαλύτερος από τον Μάνθο.
- ↪ Προτιμώ τυρί και ψωμί από κάτι γλυκό.
- αναγκαστικό αίτιο
- ↪ παρασύρθηκε από την οργή
- ποιητικό αίτιο
- ↪ Η αυλή στρώθηκε με χαλίκι από τους εργάτες.
- ένα σύνολο που για ένα μέρος του γίνεται αναφορά
- ↪ Δέκα από τους μαθητές ανέλαβαν τη διοργάνωση της εκδρομής.
- επιμερισμό'
- ↪ Πήρα από τον καθένα τέσσερα ευρώ.
- μέσο ή τρόπο
- ↪ Θα τα πούμε απ᾿ το τηλέφωνο.
- αναφορά
- ↪ Η γνώμη του είναι σωστή από την άποψη του κέρδους.
- απαλλαγή
- ↪ Εξαιρέθηκε από τη γυμναστική, επειδή είχε πυρετό.
- αφαίρεση
- ↪ έξι από είκοσι κάνει δεκατέσσερα
- τόπο:
Σημειώσεις
Παράγωγα
Εκφράσεις
- από δω
- από δω κι εμπρός
- από Θεού άρξασθαι: ας αρχίσομε με επίκληση στη βοήθεια του Θεού
- από καρδιάς: με την καρδιά
- από μηχανής θεός: για πρόσωπο που δίνει λύση ή βοήθεια αποσδόκητα
- από στήθους: με απομνημόνευση
- απ' την κορφή ως τα νύχια: σε όλο το σώμα
- αφ' ης στιγμής: από τη στιγμή, από τότε που.... // αφού
- αφ' υψηλού: υπεροπτικά, αλαζονικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- από - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- από - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- από - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Τσακωνικά (tsd)
Προφορά
- ΔΦΑ : /apo/ άτονο - συμπροφέρεται με τη λέξη που ακολουθεί
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό
Πρόθεση
από
- 'από, 'πο
- απέ, 'πε
Εκφράσεις
Παράγωγα
- Τσακωνικές λέξεις με πρόθημα απο- στο Βικιλεξικό
Πηγές
- από - σελ.103.jpg, τόμ.1 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.