πώληση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πώληση οι πωλήσεις
      γενική της πώλησης* των πωλήσεων
    αιτιατική την πώληση τις πωλήσεις
     κλητική πώληση πωλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πωλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πώληση < αρχαία ελληνική πώλησις < πωλῶ

Ουσιαστικό

πώληση θηλυκό

  1. η διάθεση ενός αγαθού έναντι κάποιου χρηματικού ποσού ή άλλου τιμήματος
    πώληση ελαιολάδου
  2. η νομική σύμβαση με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος (ο πωλητής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει ή να εκχωρήσει την κυριότητα του αντικειμένου της πώλησης και ο άλλος συμβαλλόμενος (ο αγοραστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώσει το συμφωνηθέν τίμημα
    πώληση διαμερίσματος

Συγγενικά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.