φρουταποθήκη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
φρουταποθήκη< φρούτο + αποθήκη
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φρουταποθήκη | οι | φρουταποθήκες |
| γενική | της | φρουταποθήκης | των | φρουταποθηκών |
| αιτιατική | τη | φρουταποθήκη | τις | φρουταποθήκες |
| κλητική | φρουταποθήκη | φρουταποθήκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.