αλευραποθήκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλευραποθήκη | οι | αλευραποθήκες |
| γενική | της | αλευραποθήκης | των | αλευραποθηκών |
| αιτιατική | την | αλευραποθήκη | τις | αλευραποθήκες |
| κλητική | αλευραποθήκη | αλευραποθήκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
αλευραποθήκη στο Όσλο της Νορβηγίας (1920)
Ουσιαστικό
αλευραποθήκη θηλυκό
Μεταφράσεις
αλευραποθήκη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.