βαμβακαποθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαμβακαποθήκη οι βαμβακαποθήκες
      γενική της βαμβακαποθήκης των βαμβακαποθηκών
    αιτιατική τη βαμβακαποθήκη τις βαμβακαποθήκες
     κλητική βαμβακαποθήκη βαμβακαποθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαμβακαποθήκη < βαμβακ- + αποθήκη

Ουσιαστικό

βαμβακαποθήκη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.